- ενηβώ
- ἐνηβῶ, -άω (Α) [ένηβος]1. περνώ την περίοδο τής ήβης, τής νεότητας, περνώ τα νιάτα μου2. διασκεδάζω, ευθυμώ («ἐνηβήσας τῇ κατὰ χειμῶνα οἰκουρίᾳ», Λόγγος)3. (για φυτά) ακμάζω, θάλλω, αυξάνομαι4. (αμτβ.) βρίσκομαι στην ακμή τής νιότης.
Dictionary of Greek. 2013.